υστερομετρία

υστερομετρία
η
(ιατρ.), η υστερομέτρηση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υστερομετρία — η, Ν υστερομέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + μετρία*] …   Dictionary of Greek

  • υστερομέτρηση — η (ιατρ.), καθετηρίαση της μήτρας με υστερόμετρο (βλ. λ.) για καταμέτρηση της κοιλότητάς της, η υστερομετρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”